abscesi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abscesi < absces- + -i
ρήμα abscesi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abscesas abscesanta abscesata
αόριστος abscesis abscesinta abscesita
μέλλοντας abscesos abscesonta abscesota
υποθετική abscesus - -
προστακτική abscesu - -

abscesi (eo)