adaptiĝonta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

adaptiĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος adaptiĝi