adaptiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- adaptiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα adaptiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | adaptiĝas | adaptiĝanta | adaptiĝata |
αόριστος | adaptiĝis | adaptiĝinta | adaptiĝita |
μέλλοντας | adaptiĝos | adaptiĝonta | adaptiĝota |
υποθετική | adaptiĝus | - | - |
προστακτική | adaptiĝu | - | - |
adaptiĝi (eo)