adwent
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adwent (pl) αρσενικό
- η μικρή Σαρακοστή, η περίοδος της νηστείας πριν τα Χριστούγεννα