akin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- akin < a- + kin
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
akin (en)
- συγγενής, συγγενικός, απ' το ίδιο σόι, ομόαιμος
akin (en)