allotment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
allotment (en)
- το να μοιράζεις κάτι με κλήρωση
- κλήρος, το μερίδιο στη ζωή που μου δόθηκε από το θεό
- κλήρος, κληροτεμάχιο καλλιεργήσιμης γης