Μετάβαση στο περιεχόμενο

alpinista

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alpinista (pl) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο αλπινιστής ή η αλπινίστρια



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alpinista (pl) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο αλπινιστής ή η αλπινίστρια



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌalpʲĩˈɲista/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alpinista (pl) αρσενικό

  1. ο αλπινιστής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τη λέξη alpinizm



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alpinista (cs) αρσενικό

  1. ο αλπινιστής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τη λέξη alpinismus