alteniĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα alteniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | alteniĝas | alteniĝanta | alteniĝata |
αόριστος | alteniĝis | alteniĝinta | alteniĝita |
μέλλοντας | alteniĝos | alteniĝonta | alteniĝota |
υποθετική | alteniĝus | - | - |
προστακτική | alteniĝu | - | - |
alteniĝi (eo)
- προσκολλώ σε κάτι