alteriĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα alteriĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας alteriĝas alteriĝanta alteriĝata
αόριστος alteriĝis alteriĝinta alteriĝita
μέλλοντας alteriĝos alteriĝonta alteriĝota
υποθετική alteriĝus - -
προστακτική alteriĝu - -

alteriĝi (eo)