προσγειώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσγειώνομαι < προσγειώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
προσγειώνομαι
- (για αεροπλάνο, κλπ) σταματώ την πτήση και ακουμπώ το έδαφος
- (μεταφορικά) χάνω τις ψευδαισθήσεις μου και επανέρχομαι στην πραγματικότητα