ambit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈæm.bɪt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ambit

  • εύρος, όρια, εύρος επιρροής

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (to) fall within the ambit of (something)