amble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈæm.bəl/
 

amble (en)

  • περπατώ αργά, κάνω περίπατο