amid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
amid (en)
- εν μέσω κάποιου πράγματος, σε ένα περιβάλλον από, περιβαλλόμενος από κάτι
- new initiatives amid fear of wider crisis
- runners carry Olympic flame amid heavy security