ampleksiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ampleksiĝi < ampleks(a) + iĝi
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα ampleksiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | ampleksiĝas | ampleksiĝanta | ampleksiĝata |
αόριστος | ampleksiĝis | ampleksiĝinta | ampleksiĝita |
μέλλοντας | ampleksiĝos | ampleksiĝonta | ampleksiĝota |
υποθετική | ampleksiĝus | - | - |
προστακτική | ampleksiĝu | - | - |
ampleksiĝi (eo)