ampleksiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ampleksiĝi < ampleks(a) + iĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ampleksiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ampleksiĝas ampleksiĝanta ampleksiĝata
αόριστος ampleksiĝis ampleksiĝinta ampleksiĝita
μέλλοντας ampleksiĝos ampleksiĝonta ampleksiĝota
υποθετική ampleksiĝus - -
προστακτική ampleksiĝu - -

ampleksiĝi (eo)