analyze
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | analyze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | analyzes |
αόριστος | analyzed |
παθητική μετοχή | analyzed |
ενεργητική μετοχή | analyzing |
analyze (en) (αμερικανική γραφή)
- αναλύω
- ⮡ Researchers have analyzed the results in detail using specialist software.
- Οι ερευνητές έχουν αναλύσει τα αποτελέσματα λεπτομερώς χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο λογισμικό.
- ⮡ We need to critically analyze this problem.
- Πρέπει να αναλύσουμε κριτικά αυτό το πρόβλημα.
- ⮡ The results were analyzed in percentage terms.
- Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν σε ποσοστιαίους όρους.
- ⮡ We need to analyze what went wrong.
- Πρέπει να αναλύσουμε τι πήγε στραβά.
- ⮡ The job involves collecting and analyzing data.
- Η δουλειά περιλαμβάνει τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων.
- ⮡ Researchers have analyzed the results in detail using specialist software.