Μετάβαση στο περιεχόμενο

analyze

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας analyze
γ΄ ενικό ενεστώτα analyzes
αόριστος analyzed
παθητική μετοχή analyzed
ενεργητική μετοχή analyzing

analyze (en) (αμερικανική γραφή)

  • αναλύω
      Researchers have analyzed the results in detail using specialist software.
    Οι ερευνητές έχουν αναλύσει τα αποτελέσματα λεπτομερώς χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο λογισμικό.
      We need to critically analyze this problem.
    Πρέπει να αναλύσουμε κριτικά αυτό το πρόβλημα.
      The results were analyzed in percentage terms.
    Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν σε ποσοστιαίους όρους.
      We need to analyze what went wrong.
    Πρέπει να αναλύσουμε τι πήγε στραβά.
      The job involves collecting and analyzing data.
    Η δουλειά περιλαμβάνει τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]