andorranisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌandɔˈʁaːnɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : an‐dor‐ra‐nisch
Επίθετο[επεξεργασία]
andorranisch (de)
Πηγές[επεξεργασία]
- andorranisch - Duden online.