aperio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aperio < ad + pario

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpe.ri.oː/

Ρήμα[επεξεργασία]

aperio (la) (aperiō, aperuī, apertum, aperīre)

  1. ανοίγω
  2. αποκαλύπτω
  3. αναφαίνω

Κλίση[επεξεργασία]