pario
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pario (la) < ή από το εβραϊκό "μπαρά" (δημιουργώ) ή από τα αρχαιαοελληνικά φέρω ή πείρω ή από το γερμαντικό bar
Ρήμα[επεξεργασία]
pario (la) θηλυκό