pario

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pario (la) < ή από το εβραϊκό "μπαρά" (δημιουργώ) ή από τα αρχαιαοελληνικά φέρω ή πείρω ή από το γερμαντικό bar

Ρήμα[επεξεργασία]

pario (la) θηλυκό

  1. εμφανίζω, φέρω εμπρός, παρουσιάζω
  2. παράγω
  3. αποκτώ, παίρνω