arrogate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arrogate (en)

  • διεκδικώ, προβάλλω διεκδικήσεις πάνω σε κάτι χωρίς να έχω δικαιώματα