arterial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
arterial (en)
- αρτηριακός (σχετικός με τις αρτηρίες του αίματος)
- σχετικός με τις κυκλοφοριακές αρτηρίες
arterial (en)