Μετάβαση στο περιεχόμενο

arterial

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

arterial (en)

  1. αρτηριακός (σχετικός με τις αρτηρίες του αίματος)
  2. σχετικός με τις κυκλοφοριακές αρτηρίες