artist
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
artist | artists |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]artist (en)
- (επάγγελμα) ο καλλιτέχνης, η καλλιτέχνιδα
- ⮡ The artist feels an inner desire to express himself.
- Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί.
- ⮡ The artist feels an inner desire to express himself.