Μετάβαση στο περιεχόμενο

astronomical

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός astronomical
συγκριτικός more astronomical
υπερθετικός most astronomical

Επίθετο

[επεξεργασία]

astronomical (en)

  1. (χωρίς παραθετικά) αστρονομικός, σχετικός με την αστρονομία
      astronomical observations - αστρονομικές παρατηρήσεις
  2. (ανεπίσημο) αστρονομικός, υπέρμετρος
      The amounts are astronomical for someone who does not have insurance coverage abroad.
    Τα ποσά είναι αστρονομικά για κάποιον που δεν έχει ασφαλιστκή κάλυψη στο εξωτερικό.