at the latest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

at the latest < → δείτε τις λέξεις at, the και latest

Έκφραση[επεξεργασία]

at the latest (en)

  • (ιδιωματισμός) το αργότερο, που δεν συμβαίνει αργότερα από την ώρα ή την ημερομηνία που αναφέρεται
    The document should have been sent by the following Monday at the latest!
    Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!

Πηγές[επεξεργασία]