at will
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
at will (en)
- (ιδιωματισμός) κατά βούληση, οπότε μου κάνει κέφι
- ↪ You can come and go at will.
- Μπορείς να πηγαινοέρχεται κατά βούληση.
- ↪ You can come and go at will.