attic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attic | attics |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Από τα νεοκλασικά κτήρια με αετωματική πρόσοψη που ήταν διακοσμημένη κατά τον "αττικό" τρόπο. Συνεκδοχικά ονομάστηκε έτσι και ο χώρος πίσω από το αέτωμα.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attic (en)
- η σοφίτα, ο χώρος ακριβώς κάτω από την κορυφή δίρριχτης στέγης
- ⮡ Those toys are in the attic.
- Εκείνα τα παιχνίδια είναι στη σοφίτα.
- ⮡ Those toys are in the attic.