aviadile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
aviadile (eo)
- αεροπορικώς, με το αεροπλάνο
- Li vojaĝos al Usono aviadile.
- Θα ταξιδέψει στις ΗΠΑ αεροπορικώς.