avoir à l'œil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

avoir à l'œil → δείτε τις λέξεις avoir και œil

Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]

avoir à l'œil (fr)

ne t'inquiète pas, je l'ai à l'œil - μην ανησυχείς, τον βλέπω