ayak
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά
(tr)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ayak
(tr)
το
πόδι
(το μέρος του ποδιού κάτω από τον αστράγαλο)
Κατηγορίες
:
Τουρκική γλώσσα
Ουσιαστικά (τουρκικά)
Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Bosanski
Dansk
Deutsch
English
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Føroyskt
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
Jawa
Kalaallisut
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Кыргызча
Lietuvių
Malagasy
Minangkabau
Македонски
Bahasa Melayu
Nederlands
Polski
Português
Русский
Sängö
Soomaaliga
Sunda
Svenska
Tok Pisin
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Oʻzbekcha / ўзбекча
中文