bégayante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bégayante (fr) θηλυκό του bégayant (πληθ. θηλ. bégayantes)
- η τραυλίζουσα, η διστακτική στο λόγο
- → δείτε τη λέξη bégayant
bégayante (fr) θηλυκό του bégayant (πληθ. θηλ. bégayantes)