bądź

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

bądź (pl)

  1. είτε, ή

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • θεωρείται πιο επίσημο από τα συνώνυμά του lub, albo

bądź (pl)

  1. χρησιμοποιείται μετά από αντωνυμίες για να δείξει αοριστία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bądź (pl)

  • β ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος być

Εκφράσεις

[επεξεργασία]