balafrer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.la.fʁe/

balafrer (fr)

  • αφήνω σημάδι, συνήθως στο πρόσωπο κάποιου