bandaĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα bandaĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας bandaĝas bandaĝanta bandaĝata
αόριστος bandaĝis bandaĝinta bandaĝita
μέλλοντας bandaĝos bandaĝonta bandaĝota
υποθετική bandaĝus - -
προστακτική bandaĝu - -

bandaĝi (eo)