barışan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- barışan < barış(mak) + -an
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
barışan (tr)
- που ειρηνεύει, που συμφιλιώνει
- ↪ Eski eşiyle barışan ünlü şarkıcı yeniden evleneceklerini söyledi.
- Η γνωστή τραγουδίστρια, που συμφιλιώθηκε με τον πρώην σύζυγό της, είπε ότι θα παντρευτούν ξανά.
- ↪ Eski eşiyle barışan ünlü şarkıcı yeniden evleneceklerini söyledi.