beryl
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]beryl (en)
- η βήρυλλος
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]beryl (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βηρύλλιο