beryl
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
beryl (en)
- η βήρυλλος
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
beryl (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βηρύλλιο