bilingual
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /baɪˈlɪŋɡwəl/
Επίθετο
[επεξεργασία]bilingual (en) (χωρίς παραθετικά)
- δίγλωσσος
- ⮡ Their children aren’t bilingual.
- Τα παιδιά τους δεν είναι δίγλωσσα.
- ⮡ Their children aren’t bilingual.