blijken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
blijken (nl) (αόριστος : het bleek, παθ. μτχ. : het is gebleken)
- (στο γ' πρόσωπο) φαίνεται