bodge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

bodge (en)

  • φτιάχνω-διορθώνω πρόχειρα και με τσαπατσουλιά, ψευτομαστορεύω