bonŝance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bonŝance < bon- + ŝanc- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

bonŝance (eo)