bonorde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bonorde < bon(a) + ord(o) + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bonorde (eo)

  1. κανονικά, όπως πρέπει, εντάξει
    UEA bonorde registris vian membrecon por 2010 - η UEA κατέγραψε κανονικά τη συνδρομή σας για το 2010