εντάξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντάξει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐν τάξει (με τακτικό τρόπο), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική in Ordnung [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
εντάξει
- (χαρακτηρισμός) στην πρέπουσα ή τη σωστή κατάσταση
- ↪ τακτοποίησα τα πράγματά μου και τώρα όλα είναι εντάξει
- (σε διάλογο) δηλώνοντας την αλλαγή θέματος ή την αναφορά σε κάτι άλλο
- (ως απάντηση) ωραία, καλά, σύμφωνοι
- - Θα συναντηθούμε στις 8;
- - Εντάξει.
- τέλος, φτάνει, καλώς
- (για πρόσωπο, επιθετικά) με τίμια και καλή συμπεριφορά, όπως αρμόζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντάξει
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εντάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εντάσσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντάσσω
- θα εντάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντάσσω
[επεξεργασία]
- ↑ εντάξει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)