br.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

‹bieżącego roku›

Ετυμολογία [επεξεργασία]

br. (pl) < bieżącego roku (bieżący (pl) rok (pl))

Συντομομορφή[επεξεργασία]

br. (pl) συντομογραφία