brained

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/breɪnd/

επιθετικό συνθετικό[επεξεργασία]

Επίθετο
brained (en)

ως δεύτερο συνθετικό, -μυαλος (,-όμυαλος), -εγκέφαλος, -η, -ο

  • big-brained: μεγαλόμυαλος, -η, -ο
  • cock-brained: κοκορόμυαλος, -η, -ο (ανόητος, scatterbrained)