bratanica
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bratanica < brat
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bratanica (pl) θηλυκό
- ανιψιά (κόρη του αδελφού)
bratanica (pl) θηλυκό