breit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

breit (de)

  • φαρδύς
    der Bürgersteig ist breit - το πεζοδρόμιο είναι φαρδύ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]