buffeting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

buffeting (en)

  1. το να χτυπώ επαναληπτικά-ασταμάτητα-καταιγιστικα-αλληλουχικά με οτιδήποτε (και μεταφορικά)
    σφαλιαροκαταιγισμός, τσουνάμι από μάπες
  2. (αεροπορικός όρος) αναταράξεις σε πτήση