burza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

burza (pl) θηλυκό

  • η καταιγίδα (με την κανονική και τη μεταφορική έννοια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]