burza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
burza (pl) θηλυκό
- η καταιγίδα (με την κανονική και τη μεταφορική έννοια)