καταιγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταιγίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταιγίς[1] < κατ(ά) + αἰγίς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.teˈʝi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ται‐γί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταιγίδα θηλυκό
- (μετεωρολογία, άνεμος) πολύ δυνατή βροχή που συνοδεύεται από αστραπές, κεραυνούς και ισχυρούς ανέμους
- (μεταφορικά) έντονη αναστάτωση που επέρχεται με ορμητικότητα σαν θύελλα
- ↪ καταιγίδα αντιδράσεων
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταιγίδα
[επεξεργασία]
- ↑ καταιγίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)