θύελλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θύελλα οι θύελλες
      γενική της θύελλας
θυέλλης
των θυελλών
    αιτιατική τη θύελλα τις θύελλες
     κλητική θύελλα θύελλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θύελλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύελλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθi.e.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θύ‐ελ‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θύελλα θηλυκό

  1. (άνεμος) μεγάλη καταιγίδα με δυνατό άνεμο και βροχή
     συνώνυμα: ανεμοστρόβιλος, σίφωνας, σίφουνας, τυφώνας
  2. (μεταφορικά) μεγάλη αναστάτωση και αναταραχή
  3. (+ γενική) ορμητική εκδήλωση από κάτι
    θύελλα επευφημιών, χειροκροτημάτων, θύελλα διαμαρτυριών

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θῠελλα-
ονομαστική θύελλ αἱ θύελλαι
      γενική τῆς θυέλλης τῶν θυελλῶν
      δοτική τῇ θυέλλ ταῖς θυέλλαις
    αιτιατική τὴν θύελλᾰν τὰς θυέλλᾱς
     κλητική ! θύελλ θύελλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυέλλ
γεν-δοτ τοῖν  θυέλλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θύελλα, ήδη ομηρικό < θέμα του ρήματος θύω / θύνω (στη σημασία τρέχω, ορμάω) + -ελλα. Δείτε και θυμός. [1]
Δείτε και ἄελλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θύελλα θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) η θύελλα
    ※  4ος αιώνας πκε Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
    Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός κίνησης βίαιης, έντονης, στροβιλιστικής

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • → δείτε τις λέξεις θυμός και θύω στη σημασία τρέχω

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]