τυφώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυφώνας | οι | τυφώνες |
γενική | του | τυφώνα | των | τυφώνων |
αιτιατική | τον | τυφώνα | τους | τυφώνες |
κλητική | τυφώνα | τυφώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυφώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυφῶν, από την αιτιατική «τὸν τυφῶνα»[1] < Τῡφῶν / Τῠφάων < τῡ́φω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική typhoon.
- Συγκρίνετε με την πορτογαλική tufão < αραβική طُوفَان (ṭūfān) < σινική γλώσσα όπως η κινεζική μανδαρίνικη 大風/大风 (dàfēng, μεγάλος άνεμος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tiˈfo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυφώνας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυφώνας αρσενικό
- (άνεμος στην Άπω Ανατολή) τροπικός κυκλώνας εξαιρετικής έντασης (με ανέμους που ξεπερνούν τα 200-300 km/h)
- (κατ’ επέκταση) ανεμοθύελλα μεγάλης έντασης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυφώνας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τυφώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)