cacizotechnos

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cacizotechnos < κακίζω + τέχνη

Επίθετο[επεξεργασία]

cacizotechnos αρσενικό

  • αυτός που κακίζει την ίδια του την τέχνη, που δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με το έργο του. Η λέξη προήλθε από μια απόδοση του κειμένου του Πληνίου του πρεσβύτερου (Plin. Nat. 34.34) για τον γλύπτη Καλλίμαχο, όπου σε άλλο χειρόγραφο έγραφε catatexitechnus (η ορθή απόδοση του κειμένου του Παυσανία που αναφερόταν στον Καλλίμαχο, όπου αναφερόταν η λέξη κατατηξίτεχνος), ενώ σε άλλο cacizotechnos ή cacizotechnus. Η λέξη αποδόθηκε στα ελληνικά ως κακιζότεχνος.[1]
Η σημερινή απόδοση του κειμένου του Πλινίου (με την λέξη catatexitechnus /κατατηξίτεχνος): ex omnibus autem maxime cognomine insignis est callimachus, semper calumniator sui nec finem habentis diligentiae, ob id catatexitechnus appellatus, memorabili exemplo adhibendi et curae modum. huius sunt saltantes lacaenae, emendatum opus [2]
(Από όλους αυτούς ο πιο φημισμένος ήταν ο Καλλίμαχος, που δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος από αυτά που έκανε, και δεν έβαζε τέλος στη δουλειά του, για τον λόγο αυτό τον ονόμαζαν κακιζότεχνο, και είναι παράδειγμα τρανταχτό του κινδύνου που υπάρχει αν δώσει κανείς υπερβολική φροντίδα σε αυτό που κάνει)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Επίθετα που σχετίζονται: